ρηγοπούλα

ρηγοπούλα
η, Ν
βλ. ρηγόπουλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρηγόπουλο — το, θηλ. ρηγοπούλα, Ν παιδί ρήγα, τέκνο βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήγας + πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • ρηγόπουλο — το θηλ. ρηγοπούλα βασιλόπουλο, βασιλοπούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”